Δεν είμαι μουσικός. Δεν είμαι δημοσιογράφος. Είμαι εσείς..είμαι εμείς. Που αγαπήσαμε την μουσική, που ζήσαμε μαζί της και μέσω αυτής. Αγάπησα την μουσική με όλη μου την καρδιά, με συντρόφευε στις καλύτερες και χειρότερες στιγμές της ζωής μου, με παρηγόρησε, με στήριξε, με διασκέδασε, με άλλαξε…μπορώ να διηγηθώ την ζωή μου με τραγούδια. Αυτή η στήλη θα είναι ένα έργο αγάπης. Για την μουσική που έγινε κομμάτι του εαυτού μου, που κυλά μέσα μου…Blood Inside λοιπόν…αυτό θα μοιραστώ μαζί σας.
Joy Division
1977 και ο μουσικός αναβρασμός συνεχίζεται…σαν κύμα που ακολουθείται συνεχώς από ένα καινούργιο το Rock συνεχίζει να εξελίσσεται και η Βρετανία εξακολουθεί να οδηγεί τις μουσικές εξελίξεις. Από τα 50s με το folk, στα 60s με τους Beatles και την ψυχεδέλεια, στα λευκά Blues και στους Rolling Stones, στην δυναμική είσοδο του σκληρού ήχου στα 70s με τους Zeppelin, Sabbath και όλο το πρώιμο κίνημα του Hard Rock και του Heavy Metal, στο Glam και το Progressive Rock ως το Punk, το Rock εξελίσσεται, απλώνει τα όρια του. Σε ήχους, διαθέσεις, τεχνικές, πειραματισμούς. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70 o μουσικός χάρτης της Βρετανίας έχει γίνει πια πολύ πλούσιος και ακόμα και το Punk δείχνει να μεταλλάσσεται. Να αλλάζει, σε κάτι καινούργιο…το Post-punk ρεύμα αρχίζει να κάνει την εμφάνιση του με κυριότερους εκφραστές τους Siouxsie and the Banshees, τους Bauhaus, τους Cure και φυσικά τους Joy Division που ξεκινούν από Punk αφετηρία όμως δημιουργούν μια σκοτεινότερη, αστική, πιο μελωδική και πλουσιότερη σε συναισθήματα, εκφραστική μουσική φόρμα. Δανειζόμενοι στοιχεία από το Kraut Rock , τον David Bowie ακόμα και από την ψυχεδέλεια ανοίγουν ακόμα περισσότερο τους ορίζοντες του punk και το εμπλουτίζουν χρησιμοποιώντας την ενέργεια του όμως δεν μένουν πια μόνο στην στείρα αντίδραση.
Here Are The Young Men…
Στις εργατουπόλεις της Αγγλίας υπάρχει φτώχεια, ανεργία, ψυχρή, γκρίζα αφομοίωση, συντηρητισμός και απομόνωση. Οι νέοι όμως μαζεύονται.. εξακολουθούν να ονειρεύονται. Αγχωμένοι, φτωχοί, μπερδεμένοι μα άφοβοι. Θέλουν να εκφραστούν. Να δημιουργήσουν, να αποκτήσουν την δική τους φωνή. Τέτοιοι νέοι άνθρωποι είναι και οι Joy Division. Στο Manchester παρακολουθώντας τους Sex Pistols να παίζουν ζωντανά,ο κιθαρίστας Bernard Sumner και ο μπασίστας Peter Hook παίρνουν μια κοινή απόφαση. Να φτιάξουν μια punk μπάντα . Έκτοτε αυτοί οι δύο θα είναι οι κύριοι συνθέτες του γκρουπ. To κενό στα φωνητικά έρχεται να καλύψει, ο μεγάλος fan του Bowie και του Jim Morisson, Ian Curtis απαντώντας σε μια αγγελία που είχαν τοποθετήσει οι Sumner και Hook σε τοπικά δισκοπωλεία. Ο Curtis φέρνει μαζί του εκτός από την δραματική φωνή του, σκοτεινούς, διεισδυτικούς, ποιητικούς στίχους καθώς και μια ασυνήθιστη σκηνική παρουσία. Την θέση πίσω από τα drums μετά από ελάχιστες βραχύβιες συνεργασίες καταλαμβάνει ο Stephen Morris. Οι τέσσερις σκοτεινές, απόμακρες σιλουέτες κάνουν αίσθηση στην μουσική σκηνή της Αγγλίας και ήδη από τις πρώιμες μέρες τους ως Warsaw δείχνουν δυνατότητες για κάτι σπουδαίο.
Different Colours, different shades…
Η πρώτη προσπάθεια τους το 1978 υπό το όνομα Joy Division, ένα EP με τίτλο An Ideal for Living, δίνει μια πρώτη γεύση του υλικού τους και μαζί με κάποιες συμμετοχές σε συλλογές και τηλεοπτικές εμφανίσεις βάζουν το συγκρότημα στα χείλη όλο και περισσότερων ακροατών και στην τροχιά για μια ανοδική πορεία. Είναι το ντεμπούτο τους όμως , το Unknown Pleasures του 1979 που φανερώνει ένα γκρουπ που βρίσκει τον δικό του, ξεχωριστό ήχο από το ξεκίνημα του και δημιουργεί μια απαράμιλλη ατμόσφαιρα. Μεγάλη συνεισφορά στον ήχο πρέπει να πιστωθεί και στον παραγωγό τους και συνιδιοκτήτη της Factory Records, Μartin Hannet. Ο Hannet πήρε τον πρωτόλειο punk ήχο των Warsaw και έχοντας στο μυαλό του τις δουλειές του Brian Eno, το Kraut Rock, την περίοδο του Βερολίνου του David Bowie καθώς και τους προσωπικούς του πειραματισμούς με echoes, delays, synthesizers και loops και δημιούργησε τον ήχο των Joy Division. Έναν ήχο διαφορετικό από αυτόν που είχε το γκρουπ στο μυαλό του παίζοντας live γεμάτα ενέργεια και πιο ξεκάθαρο punk rock προσανατολισμό. Από την πρώτη ακρόαση καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι ξεχωριστό. Παγωμένες, σχεδόν κλινικές κιθάρες από τον Sumner που αφήνουν απόκοσμα κενά. Βαθιά ντράμς με μηχανική ακρίβεια από τον Stephen Morris, το παραισθησιογόνο, λυσσεργικό, ορμητικό μπάσο του Peter Hook που τυλίγει τα πάντα ενώ η στοιχειωτική φωνή του Curtis ακούγεται σαν να αντηχεί μέσα στο μυαλό σου. Το δε μινιμαλιστικό, αινιγματικό κλασικό εξώφυλλο δημιουργεί ερωτήματα και δένει με το industrial προφίλ της εταιρίας με το ταιριαστό όνομα, Factory Records. Ανύπαρκτες πληροφορίες για τους δημιουργούς του δίσκου επικεντρώνουν την προσοχή του ακροατή στη μουσική, τους γκρίζους ρυθμούς , την καθηλωτική, μυστηριώδη ερμηνεία και τους απελπισμένους, ρομαντικούς, αποκαλυπτικούς στίχους του Curtis. Οι συνθέσεις είναι όλες υψηλού επιπέδου, με τα “Disorder“, “Day Of the Lords“, “New Dawn Fades“, “She’s lost Control“, “Shadowplay” να ξεχωρίζουν οριακά. Η ενέργεια του punk παντρεύεται με μια γκρίζα, ψυχρή, σχεδόν γοτθική ατμόσφαιρα και η ιστορία της μουσικής αλλάζει. Και κάτι φαίνεται να περιμένει στις σκιές του μυαλού του Curtis από τότε… Οι ονειροπόλοι, οι ρομαντικοί, οι “περίεργοι” έχουν πια ακόμα ένα σημείο αναφοράς…το Unknown Pleasures θα παραμείνει για πάντα ένα λουλούδι που άνθισε στο τσιμέντο.
Το γκρούπ αφού συστήθηκε στην Βρετανική σκηνή με εμφανίσεις στην τηλεόραση, εξώφυλλα σε μουσικά περιοδικά και έντονες συναυλίες γεμάτες ενέργεια ξεκίνησε για μια μικρή Ευρωπαϊκή περιοδεία στις αρχές του ’80. Στην περιοδεία οι επιληπτικές κρίσεις του Ian Curtis γίνονται χειρότερες, λιποθυμά συχνότερα, μερικές συναυλίες ακυρώνονται, εμφανίζεται σχεδόν χαμένος και μιλά ψιθυριστά όμως πάνω στην σκηνή δινόταν ολόκληρος, ξοδεύεται σε βαθμό που χάνει τελείως τον εαυτό του ενώ σταδιακά αποξενώνεται από την γυναίκα του εξ’ αιτίας του δεσμού που αναπτύσσει με την Βελγίδα Annik Honoré.
A Means To An End…
Οι Joy Division μπαίνουν στο studio με τον Martin Hannet πάλι πίσω από την κονσόλα για να ηχογραφήσουν αυτό το στοιχειωμένο μνημείο της μουσικής που ακούει στο όνομα Closer. Ο χρόνος που πέρασε από το Unknown Pleasures έχει φέρει αλλαγές καθώς το συγκρότημα ακούγεται ακόμα πιο πειραματικό. Ότι θυσιάζει το γκρούπ σε ενέργεια σε σχέση με το παρελθόν τους το κερδίζει σε ατμόσφαιρα. Οι συνθέσεις που μοιάζουν περισσότερο στο ντεμπούτο τους βρίσκονται στην αρχή καθώς όμως ο δίσκος προχωρά ο ακροατής έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο… σαν ένας παραμορφωμένος κόσμος που γίνεται όλο και σκοτεινότερος, μπερδεμένος, κλειστοφοβικός, μελαγχολικός, αγχωτικός. Βρισκόμαστε πια μέσα στο μυαλό του Curtis. Το Closer είναι σαν μια φωνή που αντηχεί από άλλο κόσμο..από το μεταίχμιο της ζωής με τον θάνατο. Μουσική γεμάτη φαντάσματα. Η τετράδα “Heart And Soul“, “Twenty Four Hours“, “The Eternal”, “Decades” αγγίζει το τέλειο. Μια κάθοδος στην ανθρώπινη ψυχή, απεγνωσμένη, ονειρική, τραγική. Νιώθεις τον Ian Curtis, να εξομολογείται, να χάνεται μέσα στο βάθος του μυαλού του…να περνά στην άλλη μεριά. Ευαίσθητος, σπαραχτικός, δραματικός σαν να ξέρει τι θα φέρει το μέλλον. ‘Ένας υγιής, ώριμος άνθρωπος ίσως είχε αντεπεξέλθει καλύτερα… ίσως το χάρισμα του να ήταν και η κατάρα του. Ο Curtis εκτός από ένας ταλαντούχος άνθρωπος, αρρωστημένα ρομαντικός, ένας ποιητής της γενιάς του ήταν την ίδια στιγμή ένα βασανισμένο, φοβισμένο, εύθραυστο παιδί. Νεαρός πατέρας, τρομαγμένος από τις κρίσεις του που επιδεινώνονταν και στοίχειωναν το μυαλό του, φτωχός ( για να έχετε μια επιπλέον εικόνα ο Curtis για να συμπληρώσει κάτι στο εισόδημα του περνούσε πολλά από τα βράδια του κολλώντας και συσκευάζοντας τους φακέλους των βινυλίων της Factory) και γεμάτος αδιέξοδα και ενοχές στην προσωπική του ζωή. Οι στίχοι του προμηνύουν αυτό που θα έρθει όμως κανένας δεν τον είδε..δεν τον άκουσε πραγματικά…”The sorrows we suffered and never were free…”.
Με την υγεία του συνεχώς να επιδεινώνεται και τον γάμο του να διαλύεται ο Curtis έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας τον Απρίλιο, θα δώσει τέλος στην ζωή του στις 18 Μαΐου 1980…ήταν 23 ετών. Το γκρουπ θα έφευγε για την πρώτη του Αμερικάνικη περιοδεία την επόμενη μέρα . Το Closer θα κυκλοφορήσει τελικά τον Ιούλιο του 80 και μαζί με το single ” Love Will Tear Us Apart” που κυκλοφόρησε λίγο νωρίτερα θα σηματοδοτήσει τόσο την βραχύβια επιτυχία των Joy Division όσο και την γέννηση του Gothic Rock. Oι Morris, Sumner, Hook θα σχημάτιζαν λίγο μετά την διάλυση των Joy Division τους επιτυχημένους New Order ενώ “μετά θάνατον” θα κυκλοφορούσαν οι συλλογές Still και Substance με το πρώτο να περιέχει υλικό από demos και live ηχογραφήσεις ενώ το δεύτερο καλύπτει τις μέρες των Warsaw και τα singles.
Oι Joy Division μέσα σε μόνο τρία χρόνια άλλαξαν το πρόσωπο της μουσικής, άνοιξαν νέους ορίζοντες και άφησαν δύο δίσκους που στοιχειώνουν κυριολεκτικά όλους τους ευαίσθητους, ονειροπόλους, ξεχωριστούς ακροατές, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο Rock και ορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την μελαγχολική, ατμοσφαιρική μουσική που θα έβγαινε από την ανεξάρτητη και όχι μόνο σκηνή στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν.
Το υλικό των Joy Division κρύβει μια αυθεντική σκιά…το άγχος, η μοναξιά, η απόγνωση, το τραγικό, το μάταιο σχεδόν ποτίζουν στα χέρια σου καθώς κρατάς τα βινύλια στα χέρια σου ενώ η μουσική γεμίζει το δωμάτιο. Από την πρώτη μου επαφή μαζί τους ένιωθα αυτό ακριβώς…την τραγικότητα και την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να γραπώνουν δυνατά την ψυχή μου…σαν να μπαίνεις σε ένα δωμάτιο που μια νεαρή βασανισμένη ψυχή έφυγε από αυτόν τον κόσμο…όμως όχι τελείως, σαν να επικοινωνεί ακόμα. Συντροφεύουν από τότε τις στιγμές που κι εγώ κατεβαίνω στα σκοτάδια μου και επικοινωνούν αυτό που δεν μπορεί να μπει ποτέ σε λέξεις.
Θέμης Χριστοφυλάκης